débrayage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
débrayage | débrayages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
débrayage (fr) αρσενικό
- η αποσύμπλεξη
- το ντεμπραγιάζ
- (οικείο) η στάση εργασίας
- → δείτε τη λέξη grève