décalage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- décalage < décaler
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
décalage | décalages |
décalage (fr) αρσενικό
- η πράξη ή το αποτέλεσμα της αποσφήνωσης
- Le décalage d’une caisse, d’une futaille.
- η μετατόπιση (μιας πράξης, ενός αντικειμένου, κλπ.)
- La grande guerre a introduit dans toutes les carrières un décalage de quatre ans.
- η απόσταση
- η έλλειψη σχέσεων, το χάσμα, μεταξύ δύο πραγμάτων, δύο γεγονότων, κλπ.
- (αυτοκίνητο) η απόσταση που χωρίζει τους δύο επιμήκεις άξονες δύο συγκρουόμενων οχημάτων
- (αυτοκίνητο) απόσταση που χωρίζει τον επιμήκη άξονα ενός οχήματος από τον εγκάρσιο άξονα του προσκρουόμενου οχήματος