décalage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
décalage < décaler

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.ka.laʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
décalage décalages

décalage (fr) αρσενικό

  1. η πράξη ή το αποτέλεσμα της αποσφήνωσης
    Le décalage d’une caisse, d’une futaille.
  2. η μετατόπιση (μιας πράξης, ενός αντικειμένου, κλπ.)
    La grande guerre a introduit dans toutes les carrières un décalage de quatre ans.
  3. η απόσταση
  4. η έλλειψη σχέσεων, το χάσμα, μεταξύ δύο πραγμάτων, δύο γεγονότων, κλπ.
  5. (αυτοκίνητο) η απόσταση που χωρίζει τους δύο επιμήκεις άξονες δύο συγκρουόμενων οχημάτων
  6. (αυτοκίνητο) απόσταση που χωρίζει τον επιμήκη άξονα ενός οχήματος από τον εγκάρσιο άξονα του προσκρουόμενου οχήματος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]