défaut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
défaut | défauts |
défaut (fr) αρσενικό
- η έλλειψη
- το τέρμα
- το ελάττωμα, το κουσούρι
- το μειονέκτημα