dégrossir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dégrossir < dé- + grossir

Ρήμα[επεξεργασία]

dégrossir (fr)

  1. απαλλάσσω ένα υλικό από πρόσθετα στοιχεία ώστε να γίνει δυνατή η κατεργασία του
  2. (μεταφορικά) σχεδιάζω τις γενικές γραμμές ενός σχεδίου
  3. εξευγενίζω
  4. ξεδιαλύνω

Συγγενικά[επεξεργασία]