Μετάβαση στο περιεχόμενο

délibératoire

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
délibératoire délibératoires

Επίθετο

[επεξεργασία]

délibératoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]