délimiter
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- délimiter < λατινική delimitare → δείτε τις λέξεις dé- και limiter
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /de.li.mi.te/
Ρήμα
[επεξεργασία]délimiter (fr)