déphasé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déphasé | déphasés |
θηλυκό | déphasée | déphasées |
Επίθετο[επεξεργασία]
déphasé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déphasé | déphasés |
θηλυκό | déphasée | déphasées |
déphasé (fr)