dérobement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dérobement < se dérober

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dérobement dérobements

dérobement (fr) αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) η κατάδυση ενός υποβρυχίου
  2. η αίσθηση ότι δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου