dérobement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dérobement < se dérober
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dérobement | dérobements |
dérobement (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) η κατάδυση ενός υποβρυχίου
- η αίσθηση ότι δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου