υποβρύχιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποβρύχιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υποβρύχιος < αρχαία ελληνική ὑποβρύχιος < ὑπό + βρύχιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποβρύχιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) μέσο υποθαλάσσιας μεταφοράς, πολεμικό σκάφος
- (γλυκό) γλυκό βανίλια ή μαστίχα, που σερβίρεται σε κουτάλι βυθισμένο στο νερό, σε ψηλό ποτήρι
- ※ Παιδικά και άλλα καλοκαίρια συνδεδεμένα με υποβρύχιο, όχι ψάρεμα, γλυκό του κουταλιού με άρωμα βανίλια, βυθισμένο σε γυάλινο ποτήρι γεμάτο παγωμένο νερό (Κική Τριανταφύλλη 22/8/2016, Protagon.gr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποβρύχιο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]υποβρύχιο ουδέτερο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του υποβρύχιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του υποβρύχιος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)