dümdüz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dümdüz < (με αναδιπλασιασμό) dü-m- + düz
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
dümdüz (tr)
- (επιτατικό επίθετο) ολόισιος, εντελώς ίσιος, τελείως ευθύς, (χωρίς καμπύλες)
- (επιτατικό επίθετο) εντελώς σκέτος (που δεν τον συνοδεύει οτιδήποτε, χωρίς συμπαρομαρτούντα)