daguerréotype
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
daguerréotype | daguerréotypes |
daguerréotype (fr) αρσενικό
- η δαγκεροτυπία
- η αντίστοιχη συσκευή
- η ίδια η εικόνα