dance floor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dance floor dance floors

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dance floor < → δείτε τις λέξεις dance και floor

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

dance floor (en)

  • η πίστα, μια περιοχή όπου οι άνθρωποι μπορούν να χορέψουν
    The dance floor of the center was full of young people dancing.
    Η πίστα του κέντρου ήταν γεμάτη από νέους που χόρευαν.

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]