dance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dance | dances |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dance (en)
- ο χορός
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | dance |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dances |
αόριστος | danced |
παθητική μετοχή | danced |
ενεργητική μετοχή | dancing |
dance (en)
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dance θηλυκό
- ο χορός