Μετάβαση στο περιεχόμενο

deadline

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
deadline deadlines

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

deadline (en)

  • η προθεσμία, η λήξη προθεσμίας, καταληκτική ημερομηνία
    ⮡  I will give you a month to pay and that’s the final deadline.
    Θα σου δώσω ένα μήνα για να πληρώσεις κι αυτή είναι η τελευταία προθεσμία.