dececo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dececo | dececoj |
αιτιατική | dececon | dececojn |
dececo (eo)
- η αξιοπρέπεια, η ευπρέπεια, η σεμνότητα