Μετάβαση στο περιεχόμενο

defence

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
defence defences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

defence (en) (βρετανική γραφή)

  1. (νομικός όρος) η υπεράσπιση, η συνηγορία, αυτό που λέγεται στο δικαστήριο για να αποδείξει ότι ένα άτομο δεν διέπραξε έγκλημα· η ενέργεια του να παρουσιάζω αυτό το επιχείρημα στο δικαστήριο
    παράδειγμα  Every legal means was used for his defence.
    Για την υπεράσπισή του χρησιμοποιήθηκε κάθε ένδικο μέσο.
    παράδειγμα  I was forced to undertake his defense myself, because he was unjustly accused.
    Αναγκάστηκα να αναλάβω εγώ την υπεράσπισή του, γιατί τον κατηγορούσαν άδικα.
    παράδειγμα  She was acquitted thanks to her thorough defence.
    Αθωώθηκε χάρη στην εμπεριστατωμένη συνηγορία της.
  2. (μόνο ενικός, νομικός όρος) η υπεράσπιση, δικηγόρος ή ομάδα δικηγόρων που υπερασπίζουν τον κατηγορούμενο στο δικαστήριο
    παράδειγμα  counsel for the defence - συνήγορος υπερασπίσεως
    παράδειγμα  defence witnesses - μάρτυρες υπερασπίσεως
    παράδειγμα  The defence has the floor.
    Η υπεράσπιση έχει το λόγο.
  3. (μη μετρήσιμο, ενικός, αθλητισμός) η άμυνα σε έναν αγώνα
    παράδειγμα  Do you prefer defence or offense?
    Προτιμάς την άμυνα ή επίθεση;
  4. η άμυνα
  5. η συνηγορία

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]