deflankiĝado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | deflankiĝado | deflankiĝadoj |
αιτιατική | deflankiĝadon | deflankiĝadojn |
deflankiĝado (eo)