deklinacio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- deklinacio < deklinaci- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | deklinacio | deklinacioj |
αιτιατική | deklinacion | deklinaciojn |
deklinacio (eo)
- η κλίση