demande

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: demandé

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

demande < demander

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /d(ə)mɑ̃d/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

demande (fr) θηλυκό

  1. η ερώτηση
    j'ai une demande à faire - θέλω να κάνω μια ερώτηση
  2. η αίτηση
    il a déposé une demande de passeport - κατέθεσε αίτηση για διαβατήριο
  3. η ζήτηση

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]