demande
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- demande < demander
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
demande (fr) θηλυκό
- η ερώτηση
- j'ai une demande à faire - θέλω να κάνω μια ερώτηση
- η αίτηση
- il a déposé une demande de passeport - κατέθεσε αίτηση για διαβατήριο
- η ζήτηση