denier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
denier deniers

denier (fr) αρσενικό

  1. το αργύριο, ρωμαϊκό νόμισμα
  2. (παρωχημένο) ο τόκος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • les deniers publics: το δημόσιο χρήμα