denounce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | denounce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | denounces |
αόριστος | denounced |
παθητική μετοχή | denounced |
ενεργητική μετοχή | denouncing |
Ρήμα
[επεξεργασία]denounce (en)