Μετάβαση στο περιεχόμενο

denounce

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας denounce
γ΄ ενικό ενεστώτα denounces
αόριστος denounced
παθητική μετοχή denounced
ενεργητική μετοχή denouncing

denounce (en)

  1. καταγγέλλω
      He specifically denounced the cases of torture.
    Κατάγγειλε ειδικά τις περιπτώσεις βασανισμού.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη criticize
  2. αποκηρύσσω