deserto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
deserto (eo)
- το γλύκισμα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
deserto | deserti |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
deserto (it)
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
deserto | desertos |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
deserto (pt)