dey
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dey | deys |
dey (fr) αρσενικό
- Οθωμανός στρατιωτικός ηγέτης, χαμηλότερος από τον μπέη