diagram
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
diagram | diagrams |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈdaɪ.ə.ɡɹæm/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
diagram (en)
- το διάγραμμα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- diagram στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- diagram (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- diagram (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 217. ISBN 9780194325684., λήμμα: διάγραμμα