Μετάβαση στο περιεχόμενο

diagram

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
diagram diagrams

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈdaɪ.ə.ɡɹæm/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

diagram (en)

  • το διάγραμμα
      a diagram of the nervous system - διάγραμμα του νευρικού συστήματος
      the diagram of a house - το διάγραμμα ενός σπιτιού
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη chart

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • diagram στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια