diamanto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diamanto | diamantoj |
αιτιατική | diamanton | diamantojn |
diamanto (eo)
- το διαμάντι
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
diamanto (io)