Μετάβαση στο περιεχόμενο

diction

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

diction

      ενικός         πληθυντικός  
diction dictions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

diction (fr) θηλυκό