φρασεολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φρασεολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική phraséologie ή (άμεσο δάνειο) νεολατινική phraseologia < phrase- < αρχαία ελληνική φρασεω- (φράσις) + -logia ή -logie < αρχαία ελληνική -λογία[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fɾa.se.o.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φρασεολογία θηλυκό
- οι λέξεις, οι φράσεις που επιλέγει κάποιος για να εκφραστεί
- αυτή η φρασεολογία δεν ταιριάζει σε επιστημονικό κείμενο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- φρασεολογικός
- φρασεολογισμός
- φραστικός
- και → δείτε τη λέξη φράση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φρασεολογία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φρασεολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)