difficulté
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /di.fi.kyl.te/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
difficulté | difficultés |
difficulté (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
difficulté | difficultés |
difficulté (fr) θηλυκό