diletto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | diletto | diletti |
θηλυκό | diletta | dilette |
diletto (it)
Ρήμα[επεξεργασία]
diletto (it) αρσενικό + θηλυκό