dingo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dingo < (άμεσο δάνειο) αγγλική dingo, από μια γλώσσα της Αυστραλίας
- dingo < dingue
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dingo | dingos |
dingo (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) άγριος σκύλος της Αυστραλίας
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dingo | dingos |
dingo (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dingo | dingos |
dingo (fr) αρσενικό ή θηλυκό