dingo
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- dingo < (άμεσο δάνειο) αγγλική dingo, από μια γλώσσα της Αυστραλίας
- dingo < dingue
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dingo | dingos |
dingo (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) άγριος σκύλος της Αυστραλίας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dingo | dingos |
dingo (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dingo | dingos |
dingo (fr) αρσενικό ή θηλυκό