diritto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | diritto | diritti |
θηλυκό | diritta | diritte |
diritto (it)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
diritto | diritti |
diritto (it)
- (νομικός όρος) το δίκαιο