Μετάβαση στο περιεχόμενο

disapproving

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός disapproving
συγκριτικός more disapproving
υπερθετικός most disapproving

disapproving (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

disapproving (en)