discontinu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | discontinu | discontinus |
θηλυκό | discontinue | discontinues |
Επίθετο[επεξεργασία]
discontinu (fr)
- ασυνεχής
- διακεκομμένος
- ligne discontinue - διακεκομμένη γραμμή