discontinu
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | discontinu | discontinus |
θηλυκό | discontinue | discontinues |
Επίθετο
[επεξεργασία]discontinu (fr)
- ασυνεχής
- διακεκομμένος
- ligne discontinue - διακεκομμένη γραμμή