dissémination

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: dissemination
      ενικός         πληθυντικός  
dissémination disséminations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dissémination (fr) θηλυκό

  1. η διασπορά
  2. (μεταφορικά) η διάδοση

Συγγενικά

[επεξεργασία]