dissuade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | dissuade |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dissuades |
αόριστος | dissuaded |
παθητική μετοχή | dissuaded |
ενεργητική μετοχή | dissuading |
Ρήμα
[επεξεργασία]dissuade (en)