distrait
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
distrait (fr) αρσενικό (θηλυκό: distraite)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- distractif - distractive
- distraction
- distractivité
- distraire
- distrait - distraite
- distraitement
- distrayant - distrayante
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
- μετοχή παρακειμένου του ρήματος distraire