diversa
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diversa | diversaj |
αιτιατική | diversan | diversajn |
diversa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diversa | diversaj |
αιτιατική | diversan | diversajn |
diversa (eo)