divertissant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | divertissant | divertissants |
θηλυκό | divertissante | divertissantes |
Επίθετο
[επεξεργασία]divertissant (fr) αρσενικό