dizzy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | dizzy |
συγκριτικός | dizzier |
υπερθετικός | dizziest |
Επίθετο[επεξεργασία]
dizzy (en)
- ζαλίζομαι, μου έρχεται ζάλη
- ↪ I have to eat something because I am dizzy.
- Πρέπει να φάω κάτι γιατί ζαλίζομαι.
- ↪ As she went up the stairs, she became dizzy.
- Όπως ανέβαινε τη σκάλα, της ήρθε μια ζάλη.
- ↪ I have to eat something because I am dizzy.