dobra
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dobra (pl) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα αγαθά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- το νόμισμα ντόμπρα
Επίρρημα
[επεξεργασία]dobra (pl)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]dobra (pl)
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του dobry