dormoĉambro
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dormoĉambro | dormoĉambroj |
αιτιατική | dormoĉambron | dormoĉambrojn |
dormoĉambro (eo)
- το υπνοδωμάτιο