dossière
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dossière | dossières |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dossière (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) μέρος πανοπλίας που προστατεύει την πλάτη
- τμήμα ιπποσκευής που στηρίζεται στην πλάτη ενός αλόγου, πάνω στο οποίο στηρίζουν φορεία