dossière

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
dossière dossières

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dossière (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) μέρος πανοπλίας που προστατεύει την πλάτη
  2. τμήμα ιπποσκευής που στηρίζεται στην πλάτη ενός αλόγου, πάνω στο οποίο στηρίζουν φορεία