douanier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | douanier | douaniers |
θηλυκό | douanière | douanières |
douanier (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | douanier | douaniers |
θηλυκό | douanière | douanières |
douanier (fr)
- ο/η τελωνειακός, ο τελώνης