duel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
duel (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
duel (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
duel | duels |
duel (fr) αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | duel | duels |
θηλυκό | duelle | duelles |
duel (fr)
- δυαδικός
- relation duelle - δυαδική σχέση
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- se battre en duel: μονομαχώ
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
duel (cs) αρσενικό