durability
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
durability (en)
- αντοχή
- (βάσεις δεδομένων) μονιμότητα, μία από τις ιδιότητες που πρέπει να υποστηρίζει μια βάση δεδομένων (βλ. ACID)
- δείτε επίσης: durability (database systems) στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
durability στην αγγλική Βικιπαίδεια