dynamite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- ο δυναμίτης, η δυναμίτιδα, εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη
- ↪ He connected the fuse with three small bundles of dynamite and lit it.
- Σύνδεσε το φιτίλι με τρεις δεσμίδες δυναμίτη και το άναψε.
- ↪ He connected the fuse with three small bundles of dynamite and lit it.
- ο δυναμίτης, κάτι που είναι πιθανό να προκαλέσει βίαιη αντίδραση ή πολλά προβλήματα
- ↪ The concentration of development in few urban centers is dynamite to social cohesion.
- Η συγκέντρωση της ανάπτυξης σε λίγα αστικά κέντρα αποτελεί δυναμίτη στην κοινωνική συνοχή.
- ↪ The concentration of development in few urban centers is dynamite to social cohesion.
- (ανεπίσημο, αργκό) καταπληκτικός, απίθανος
- ↪ a dynamite performance - καταπληκτική παράσταση
- ↪ The film was dynamite.
- Το φιλμ ήταν απίθανο.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dynamite | dynamites |
dynamite (fr) θηλυκό