ebleco
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ebleco | eblecoj |
αιτιατική | eblecon | eblecojn |
ebleco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ebleco | eblecoj |
αιτιατική | eblecon | eblecojn |
ebleco (eo)