eksplodaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eksplodaĵo | eksplodaĵoj |
αιτιατική | eksplodaĵon | eksplodaĵojn |
eksplodaĵo (eo)