ekzemplero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ekzemplero < ekzempler- + -o
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekzemplero | ekzempleroj |
αιτιατική | ekzempleron | ekzemplerojn |
ekzemplero (eo)
- το αντίτυπο