ενιαίος εντοπιστής πόρου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενιαίος εντοπιστής πόρου < → δείτε τις λέξεις ενιαίος, εντοπιστής και πόρος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Uniform Resource Locator
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ενιαίος εντοπιστής πόρου
- (διαδίκτυο) URL: η διεύθυνση μιας ιστοσελίδας, ενός ιστότοπου, μιας ροής (stream) ήχου και γενικότερα η διεύθυνση μιας διαδικτυακής υπηρεσίας (Web service)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενιαίος εντοπιστής πόρου